- αναπόκτητος
- ος , ον1) неприобретённый; неполученный; 2) не могущий быть приобретённым или полученным
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναπόκτητος — η, ο αυτός που δεν αποκτήθηκε ή δεν μπορεί να αποκτηθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν * στερ. + αποκτώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1761 στον λόγιο Ιώσηπο Μοισιόδακα] … Dictionary of Greek